πολυκόμπι

πολυκόμπι
το, Ν
κοινή ονομασία τού φυτού εφέδρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… …   Dictionary of Greek

  • θραύπαλος — θραύπαλος, ὁ (Α) το φυτό εφέδρα η καμπυλόπους, το πολυκόμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • πολύκομπος — (I) ον, Α αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»]. (II) ον, Μ αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομπος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”